ρούμι(ον)

ρούμι(ον)
το ром

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ρούμι(ον)" в других словарях:

  • ρούμι — και ρόμι και ρώμι, το, Ν οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται με απόσταξη από προϊόντα τού ζαχαροκάλαμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rum πιθ. συγκεκομμένος τ. τού rumbullion, από τη γλώσσα τών ιθαγενών της Μαλαισίας] …   Dictionary of Greek

  • ρούμι — το (λ. αγγλ.), είδος δυνατού οινοπνευματώδους ποτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γκοχάρ αλ Ρούμι — (10ος αι.). Άραβας στρατιωτικός, ελληνικής καταγωγής. Το όνομά του σημαίνει Γ. ο Έλληνας. Αναφέρεται επίσης και με το όνομα Αλ Κατίμπ αλ Ρούμι, δηλαδή ο Έλληνας γραμματέας. Οι μόνες βιογραφικές πληροφορίες που υπάρχουν για τον Γ. είναι ότι… …   Dictionary of Greek

  • Τζαλάλ αντ-ντιν Ρούμι — (Μπαλχ 1207 – Ικόνιο 1273). Iρανός ποιητής και μυστικιστής. Ονομάστηκε Ρούμι (Έλληνας), γιατί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Μικρά Ασία (περσικά Ρουμ). Ίδρυσε την αίρεση των μεβλεβήδων δερβισών, των ονομαζόμενων στροβιλιζόμενων (που… …   Dictionary of Greek

  • Ιμπν Ρούμι — (; – 1239). Άραβας συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής. Το όνομά του σημαίνει Γιος του Ρωμιού. Περιηγήθηκε πολλές χώρες και έγραψε στα αραβικά ερμηνεία στην ονοματολογία του Διοσκουρίδη για τη βοτανική καθώς και λεξικό της βοτανικής …   Dictionary of Greek

  • απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… …   Dictionary of Greek

  • Γιακούτ, Αμπού — (1179 – 1229). Άραβας ιστορικός και γεωγράφος. Το πλήρες όνομά του ήταν Γιακούτ αλ Ρούμι, ιμπν Αμπνταλάχ αλ Χαμάμπ, Αμπού Αμπνταλάχ Σιχάμπ ελ Ντιν. Η προσωνυμία Ρούμι (= Ρωμιός, Έλληνας) μαρτυρά την ελληνική καταγωγή του. Πραγματικά ο Γ.… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • ζαμάικα — η είδος οινοπνευματώδους ποτού που μοιάζει με το ρούμι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πρβλ. αγγλ. jamaica rum] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»